Τετάρτη 16 Σεπτεμβρίου 2020

ΠΟΙΟΣ ΕΙΠΕ ΠΩΣ ΣΤΟ ΘΑΝΑΤΟ ΤΡΕΜΕΙΣ ΜΠΡΟΣΤΑ, ΨΥΧΗ ΔΕΙΛΗ, ΣΥ ΠΟΥ ΕΜΑΘΕΣ ΤΑ ΠΑΝΤΑ ΝΑ ΣΑΡΚΑΖΕΙΣ;

 Ω δάσος μεγαλόπρεπο, των θλίψεων μου γαληνευτή,

δέξου με τώρα ελεύθερο από αγάπες κι από μίση.

Ποια ανθρώπινη κακία το πνεύμα μου, που ’ρθε να μαγευτεί

από την αρμονία σου, να ταράξει θα τολμήσει;

 

Λίκνισε την ψυχή μου, που την έκφρασή της έχει βρει

στην κίτρινη αγωνία του φθινοπωρινού θανάτου,

γιατί έχει νόημα πιο βαθύ κι απ’ τη ζωή, όταν απ’ τη δρυ

πέφτει το φύλλο και χλωμό γλυστράει στην πέτρα κάτου

ΙΙ

Ποιος είπε πως στο θάνατο τρέμεις μπροστά, ψυχή δειλή,

συ που έμαθες τα πάντα να σαρκάζεις;

Πες: «Φτάνει! η ζωή ήταν όνειρο κακό – κι αυτό ήτανε πολύ»,

τώρα που το άγνωστο άπειρο μου τάζεις.

 

Χαίρε, ψυχή, της παγκοσμίας συνείδησης μόριο μικρό!

Του Σύμπαντος σε κράζει η αιωνιότη.

Των μυστικών δυνάμεων η ζωή μας ήτανε σκληρό

παιχνίδι και τα εγκόσμια ματαιότη.

(από τη συλλογή του Γ. Θ. Βαφόπουλου ΤΑ ΡΟΔΑ ΤΗΣ ΜΥΡΤΑΛΗΣ  από την ενότητα DE PROFUNDIS CLAMAVI   που συμπεριλαμβάνεται στη συγκεντρωτική έκδοση των ΠΟΙΗΜΑΤΩΝ του ποιητή, εκδόσεις Κέδρος 1978 – ακολουθούν κι άλλα μέρη απ’ αυτή τη σύνθεση καθώς επίσης και 15 μέρη από την ενότητα ΣΤΟΝ ΙΔΙΟ ΡΥΘΜΟ)

 


ΠΟΙΑ ΘΕΙΑ ΒΟΥΛΗ ΕΚΔΙΚΗΤΙΚΗ ΤΗΝ ΤΙΜΩΡΙΑ ΣΤΕΛΝΕΙ ΣΕ ΕΜΕ… (από τη σύνθεση De Profuntis στη συλλογή του Γ.Θ Βαφόπουλου ΤΑ ΡΟΔΑ ΤΗΣ ΜΥΡΤΑΛΗΣ

 

ΙΙΙ

Ποια θεία βουλή εκδικητική την τιμωρία στέλνει σ’ εμέ,
για κρίματα που άλλοι έχουν καμωμένα;
Μια λάσπη μ’ αίμα πλάθεται που εχύθηκε άλλοτε και με
τα δάκρυα των προγόνων μας χυμένα.

Ανήμπορε θνητέ, τυφλών δυνάμεων είμαστε στη γη
έρμαια, την ύπαρξή μας που προστάζουν.
Όμως εσύ περήφανος στάσου, χωρίς υποταγή,
κι άφησε το αίμα σου οι πληγές να στάζουν.

 

ΙV

Τι ακόμα εμείς χρεωστούμε στην ανήλεη μοίρα μας, ψυχή,
αγλύκαντη ψυχή μου, που να μην το ’χουμε δώσει;
Απ’ των ματιών μας τον θολό ουρανό τα δάκρυα μας βροχή
χύθηκαν, κι αίμα στην καρδιά δε μένει στάλα τόση.

Α! θεία κι ανθρώπινα με μια μανία μάς πολεμούν τυφλή.
Για εξιλεασμό πια τίποτε δε μένει, συλλογίσου!
Όλα τα εδώσαμε, κι αφού μαζί πονέσαμε πολύ,
τώρα γονάτισε και πες, ψυχή, την προσευχή σου!

 

V

Λοιπόν; Στο Σύμπαν είμαι εγώ σα μια σταλαματιά νερό;
Σα μια άναρθρη φρίκης κραυγή στο χείλος μιας αβύσσου;
Λύρα απολλώνια, όργανο σε χέρια ανάξιων φθονερό,
τάχα με δάχτυλα άτονα χτυπώ τη θεία χορδή σου;

Απόλλωνα, της τραγικής γενιάς σου ακολουθώ τυφλά
την τυφλή μοίρα, δέσμιος του σκληρού μου πεπρωμένου.
Α! ο πόνος, απ’ τα δάχτυλα το αίμα στη λύρα όταν κυλά,
δεν είναι κι απ’ τη φρίκη πιο σοφός του απελπισμένου;


[Από τη συλλογή  του Γ.Θ. Βαφόπουλου ΤΑ ΡΟΔΑ ΤΗΣ ΜΥΡΤΑΛΗΣ, 1931 – ενότητα De Profundis Clamavi]

 

ΕΤΣΙ ΣΚΥΦΤΟΙ ΠΕΡΝΟΥΣΑΜΕ, ΧΕΡΟΠΙΑΣΜΕΝΟΙ ΟΙ ΔΥΟ (από την ενότητα στον ΙΔΙΟ ΡΥΘΜΟ συλλογή ΤΑ ΔΟΔΑ ΤΗΣ ΜΥΡΤΑΛΗΣ του Γ.Θ. Βαφόπουλου):

Ώρες βαδίζαμε άσκοπα, πικρέ αδελφέ, κι η λύπη,

πικρή αδελφή κι αυτή μας εσυντρόφευε στο δρόμο.

 

Κι ως σέρναμε άβουλα, δίχως σκοπό, τα βήματά μας,

ήτανε σα να μοιάζαμε εραστές απελπισμένους,

που ένα πρωί, έτσι ξαφνικά, τους άφησε η καλή τους.

 

Μοιάζαμε σαν τους στρατηγούς, που ένα πρωί ξυπνήσαν

άδοξοι, για να πάρουνε της εξορίας το δρόμο.

 

Έτσι σκυφτοί περνούσαμε, απογοητευμένοι οι δύο.

 

2. ΜΙΑ ΝΥΧΤΑ ΑΚΟΜΑ ΕΠΕΡΑΣΕ ΓΕΜΑΤΗ ΑΠΟ ΑΓΩΝΙΑ

Τρεμόσβηνε το φως του λυχναριού στην κάμαρά μου,

σα μια δειλή ψυχή, που πάει μακριά να ταξιδέψει.

 

Μες στο βαθύ σκοτάδι, που γεννάει τη στενοχώρια,

παράδερνε απ’ τον πυρετόν η σκέψη μου αναμμένη,

ενώ έσταζε του ενδεχομένου η πίκρα στην καρδιά μου.

 

Της φαντασίας σκιές τρελούς χορούς τριγύρω εστήσαν

κι ο πυρετός με βύθισε σ’ ατέλειωτη μια νάρκη.

 

Μια νύχτα τρόμου επέρασα, μια αγωνιώδη νύχτα.

 

3. ΣΕ ΠΕΡΙΜΕΝΩ ΑΚΟΜΑ ΚΙ ΑΣ ΞΕΡΩ ΠΩΣ ΔΕ ΘΑ ’ΡΘΕΙΣ

Την ώρα αυτή, από μια παλιά συνήθεια, πάντα σκύβω,

φυλλομετρώντας άσκοπα κάνα τυχαίο βιβλίο.

 

Μα ενώ καλά το ξέρω πως δεν θα ξανάρθεις πίσω,

μου αρέσει στον εαυτό μου να υποβάλλω την ιδέα,

πως, κινημένη απ’ την παλιά συνήθεια, θα ’ρθεις πάλι.

 

Με την ελπίδα της αναμονής στο παραθύρι

σιμώνω κι εξετάζω τους διαβάτες που περνούνε.

 

Μα εσύ το ξέρω πως δε θα φανείς ξανά στο δρόμο.

 

4. ΚΙ Η ΜΕΡΑ ΑΥΤΗ ΘΕ ΝΑ ΠΕΡΑΣΕΙ, ΟΠΩΣ ΟΙ ΜΕΡΕΣ ΟΙ ΑΛΛΕΣ

Στο καφενείο το απόγευμα θα βρω τους ίδιους φίλους,

στο ίδιο τραπέζι, τα ίδια πράματα να ξαναλέγουν.

 

Και προς το βράδυ, παίρνοντας τον ίδιο πάλι δρόμο,

θα βρω, στην ίδια τη γωνιά, το χθεσινό ζητιάνο,

κι ο νους μου θα βαρυθυμήσει, όπως κι εψές το βράδυ.

 

Και προσπερνώντας θε να πω, με το ίδιο επίσημο ύφος,

στη σκεφτική γειτόνισσα, όπως χθες, το «καλησπέρα»

 

Κι η μέρα αυτή απαράλλαχτα θα ’ναι όπως οι άλλες μέρες.

 

5. ΠΩΣ ΣΑΣ ΘΥΜΟΥΜΑΙ ΠΑΝΤΟΤΕ, Ω ΕΥΓΕΝΙΚΙΑ ΚΥΡΙΑ

Το ωραίο που μου χαρίσατε βιβλίο πάντα μου φέρνει

μια ευχάριστην ανάμνηση καιρών ευτυχισμένων.

 

Τάχα να ζουν στη μνήμη σας οι ωραίες εκείνες ώρες,

που πλάι σας καθιστός στη δροσερώτατη βεράντα,

με μια κατάνυξη σας διάβαζα τους νέους μου στίχους;

 

Σα σκιά θαμπή, στο αβεβαιο του παρελθόντος φόντο,

σας ξεχωρίζω ανάμεσα απ’ τις σκέψεις του παρόντος.

 

Ποτέ δε σα ξεχνώ, καλή κι ευγενικιά Κυρία.

[Από τη συλλογή του Γ.Θ. Βαφόπουλου Τα ρόδα της Μυρτάλης ,1931 – ενότητα ΣΤΟΝ ΙΔΙΟ ΡΥΘΜΟ]

 

6. ΩΣ ΠΟΤΕ ΠΙΑ ΦΡΙΧΤΑ ΘΑ ΒΑΣΑΝΙΖΟΜΑΙ ΑΠ’ ΤΗ ΘΛΙΨΗ; (από τη συλλογή του Γ.Θ. Βαφόπουλου ΤΑ ΡΟΔΑ ΤΗΣ ΜΥΡΤΑΛΗΣ, ενότητα Στον Ίδιο Ρυθμό)

Στα εύθυμα λόγια που γροικώ, νόημα βαθύ δε βρίσκω

να εναρμονίζεται στην πιο λεπτή χορδή του πάθους.

 

Την ευθυμίαν αποζητώ, σα μια έξαλλη μητέρα,

που έχοντας την προαίσθηση κάποιου κρυφού κινδύνου,

τρέχει να βρει στη γειτονιά το ωραίο της αγοράκι.

 

Όμως ελπίζω πάντοτε, σα δυο γονιούς, που ακόμα

προσμένουν το χαμένο τους παιδί για να ξανάρθει.

 

Ως πότε πια η ψυχή μου θε να ορίζεται απ’ τη θλίψη;

 

7. ΗΣΥΧΑ, ΑΠΛΑ ΧΩΡΙΣΑΜΕ ΜΙΑΝ ΗΡΕΜΗ ΑΠΛΗ ΝΥΧΤΑ

Τ’ ωχρό λειψό φεγγάρι απάνω από την κεφαλή σου

άπλωνε λάμψη εκστατική, του εξαγνισμού στεφάνι.

 

Όμως γυναίκα αγέρωχη, της αμαρτίας η φλόγα

πράσινη λάμψη ανάδινε απ’ την κόρη των ματιών σου

κι ο σαρκασμός σερνότανε λευκός στα ωχρά σου χείλη.

 

Στο σκοτεινό πλακόστρωτο τα βήματά σου ηχήσαν,

χωρίς μια τύχη μαύρη στην ψυχή σου να ξυπνήσουν.

 

Έτσι στερνά χωρίσαμε μιαν ήρεμη απλή νύχτα.

[Από τη συλλογή του Γ.Θ. Βαφόπουλου Τα ρόδα της Μυρτάλης (1931) – ενότητα ΣΤΟΝ ΙΔΙΟ ΡΥΘΜΟ]

 

8. ΜΙΑ ΝΥΧΤΑ ΑΓΡΥΠΝΙΑΣ ΠΕΡΑΣΑ, ΠΛΑΙ ΣΤΑ ΘΛΙΜΜΕΝΑ ΡΟΔΑ (από τη συλλογή του Γ.Θ. Βαφόπουλου ΤΑ ΡΟΔΑ ΤΗΣ ΜΥΡΤΑΛΗΣ, ενότητα Στον Ίδιο Ρυθμό)

Η ανάμνησή σου, που άλλοτε τόσο γλυκιά μου εστάθη,

βάραινε εντός μου σαν το μύρο των θλιμμένων ρόδων.

 

Ήχοι σβησμένοι εφτάνανε απ’ της πολιτείας το βάθος

και, σαν τοξότες μυθικοί, βέλη βουερά τοξεύαν,

να διώξουν την ανάμνηση, που πλάι μου φτερουγούσε.

 

Τα ρόδα εσκύβανε χλωμά, σε λήθαργο υπνωμένα,

μα η ανάμνησή σου επίμονα μεθούσε απ’ τ’ άρωμά τους.

 

Μια νύχτα σκοτεινή νοσταλγικά σ’ αναπολούσα.

 

9. ΕΛΑ, ΤΟ ΠΑΘΟΣ ΛΙΚΝΙΣΕ ΣΤΟΥ ΟΝΕΙΡΟΥ ΜΟΥ ΤΟΝ ΙΣΚΙΟ

Κάθισε αντίκρυ μου και με τα γαληνά σου χείλη,

που τρέμουν μόνο στου έρωτα τον πόθο, μίλησέ μου.

 

Πες μου ξανά την όμορφη κι ατέλειωτη ιστορία,

για εκείνο τον ευγενικό κι ωραίον ιππότη, που ’χε

τόσες φορές απ’ του έρωτα τον πόνο ξενυχτίσει.

 

Μ’ αν έρθει ο ύπνος, με του ονείρου τα ελαφρά σαντάλια,

ατέλειωτη η μοιραία αυτή ιστορία θα μείνει πάλι.

 

Έλα, η ψυχή μου λαχταρά τον ύπνο της γαλήνης

[Από τη συλλογή του Γ.Θ. Βαφόπουλου Τα ρόδα της Μυρτάλης (1931) – ενότητα ΣΤΟΝ ΙΔΙΟ ΡΥΘΜΟ]

 

10. ΤΗ ΜΟΥΣΙΚΗ ΦΩΝΗ ΤΗΣ ΠΙΑ ΔΕ ΘΑ ΤΗΝ ΞΑΝΑΚΟΥΣΩ (από τη συλλογή του Γ.Θ. Βαφόπουλου ΤΑ ΡΟΔΑ ΤΗΣ ΜΥΡΤΑΛΗΣ, ενότητα Στον Ίδιο Ρυθμό)

Το ευγενικό χαμόγελο, σα φύλλο που ριγούσε

πάνω στα χείλη της, δε θα δονήσει την ψυχή μου

 

Όμως μια ελπίδα αστόχαστη με βασανίζει πάντα,

στ’ όνειρο μιας αναμονής μάταιης λικνίζοντάς με,

πως θα ξυπνήσουν την ηχώ πάλι τα βήματά της.

 

Κι ακόμα σαν αισθάνομαι, στου ονείρου μου το βύθος,

τ’ άυλα της δάχτυλα απαλά ν’ αγγίζουν την ψυχή μου.

 

Μα ένα όνειρον απατηλό πόσο μπορεί να ζήσει;

 

11. ΣΤΗ ΜΟΝΑΞΙΑ ΜΟΥ ΠΑΝΤΟΤΕ ΘΥΜΟΥΜΑΙ ΕΣΕ, ΜΥΡΤΑΛΗ

Εψές, που με βαριά καρδιά έφυγα απ’ το καφενείο,

και βρέθηκα ολομόναχος, θυμήθηκα εσέ πάλι.

 

Γιατί, γιατί στο πέρασμα του χρόνου όλα ν’ αλλάζουν,

να φεύγουν τα γεράματα και να ’ρχονται τα νιάτα,

κι ο μέγας κύκλος της ζωής να μένει πάντα ο ίδιος;

 

Σ’ αναλογίζομαι και κλαίω τους έρωτες, Μυρτάλη,

που πέθαναν κι αυτούς που ζουν κι εκειούς που θα ’ρθουν αύριο.

 

Μυρτάλη, ο κύκλος της ζωής είναι ο ίδιος πάντα, ο ίδιος.

[Από τη συλλογή του Γ.Θ. Βαφόπουλου Τα ρόδα της Μυρτάλης (1931) – ενότητα ΣΤΟΝ ΙΔΙΟ ΡΥΘΜΟ]

 

12. ΠΑΝΕ ΤΑ ΩΡΑΙΑ ΑΙΣΘΗΜΑΤΑ ΚΙ ΟΙ ΟΜΟΡΦΟΙ ΕΡΩΤΕΣ ΠΑΝΕ (από τη συλλογή του Γ.Θ. Βαφόπουλου ΤΑ ΡΟΔΑ ΤΗΣ ΜΥΡΤΑΛΗΣ, ενότητα Στον Ίδιο Ρυθμό)

Κι ο κύκλος του παλιού σπιτιού κλεισμένος πια για πάντα,

με τα γλυκά βραδιάσματα, μες σ’ ανθισμένους κήπους.

 

Κι αναλογίζομαι παλιές χαμένες ευτυχίες

λεμβοδρομίες με θόρυβο και κοριτσιών τραγούδια,

κι αθώα δειλά φιλήματα στο βραδιασμένο κάμπο.

 

Κι αναλογίζομαι παλιές χαμένες ευτυχίες,

στην τέφρα μιας ειδυλλιακής κι ωραίας ζωής σκυμμένος.

 

Πάνε τα ωραία βραδιάσματα μες σ’ ανθισμένους κήπους.

 

13. ΤΑ ΦΩΤΑ ΕΤΡΕΜΑΝΕ ΧΛΩΜΑ, ΣΑΝ ΑΤΟΝΑ ΩΧΡΑ ΧΕΙΛΗ

Η εξαίσια Νύχτα, επάνω απ’ τη μεγάλη πολιτεία,

έγειρε, σα χλωμή κυρία, το βαρύπνο κεφάλι

 

Τα σπίτια, οι δρόμοι οι ερημικοί τα οκνά νερά της λίμνης,

σ’ ενός ωραίου την έκστασην ονείρου βυθισμένα,

ατάραχα λικνίζονται στο μάγουλο της Νύχτας.

 

Το ρεύμα του μεγάλου ποταμού κυλάει γαλήνιο,

όνειρο μες στα ονείρατα του ωραίου γλυκύτατου ύπνου.

 

Η Νύχτα ανάσαινε βαριά πάνω απ’ την πολιτεία.

 

14. ΟΙ ΔΡΟΜΟΙ ΓΕΡΝΟΥΝ ΣΚΕΦΤΙΚΟΙ ΣΤΟ ΠΕΡΑΣΜΑ ΤΗΣ ΝΥΧΤΑΣ

Βουβή κι εκστατική η Σιωπή, σα σ’ όνειρο δοσμένη

ακολουθεί επιβλητική με τ’ άυλα της σαντάλια.

 

Κι εγώ στην αυταπάτη ενός ονείρου βυθισμένος,

προσμένω μια σκιά από τις πολλές σκιές της νύχτας,

με τον αχνό της πέπλο τα όνειρά μου να τυλίξει.

 

Μάταια περνούνε βιαστικές οι ασπροντυμένες ώρες,

απ’ της Αυγής του όμορφου γιου τα βέλη τρομαγμένες.

 

Στο λάλημα του πετεινού κι οι σκιές έξαλλες φεύγουν.

[Από τη συλλογή του Γ.Θ. Βαφόπουλου Τα ρόδα της Μυρτάλης (1931) – ενότητα ΣΤΟΝ ΙΔΙΟ ΡΥΘΜΟ]

 

15. ΣΤΗ ΣΤΕΡΝΑ ΜΠΡΟΣ ΤΗΝ ΑΡΓΥΡΗ ΔΥΟ ΣΚΙΕΣ ΑΚΙΝΗΤΟΥΝΕ (από τη συλλογή του Γ.Θ. Βαφόπουλου ΤΑ ΡΟΔΑ ΤΗΣ ΜΥΡΤΑΛΗΣ, ενότητα Στον Ίδιο Ρυθμό)

Χλωμή έχουνε την όψη από το φέγγος της σελήνης

και τ’ απλανή τους βλέμματα θαμπώνει έκσταση ονείρου.

 

Ρίγη ηδονής στ’ ακίνητα νερά σκορπάει η σελήνη,

που στον υγρό καθρέφτη, απ’ τον ουράνιο της εξώστη,

την αργυρή της κόμη με νωχέλεια καθρεφτίζει.

 

Στην έκστασή τους δεν ακούν τη μουσική του απείρου,

ούτε και τις καρδιές τους, που την αρμονία ρυθμίζουν.

 

Στη στέρνα δυο σκιές χλωμές ακίνητες ρεμβάζουν

 

ΤΑ ΠΟΙΗΜΑΤΑ ΤΟΥ Γ.Θ. ΒΑΦΟΠΟΥΛΟΥ, συγκεντρωμένα όλα σ’ ένα τόμο, αποτελούν την πνευματική έκφραση μιας δύσκολης πορείας… Τούτη η συνεχής πορεία, μέσα στο χώρο μισού και πλέον αιώνα, πραγματοποιήθηκε άλλοτε με βήμα σημειωτόν κι άλλοτε με άλματα. Πάντοτε όμως με την αγωνία και με τη συνείδηση μιας ευθύνης

ΤΑ ΡΟΔΑ ΤΗΣ ΜΥΡΤΑΛΗΣ:  Από το πρώτο ποιητικό βιβλίο του Γ.Θ. Βαφόπουλου ξεπηδάει η έκφραση ενός αλόγιστου ερωτικού πάθους, ενώ προβάλλουν οι πρώτες σκιές του θανάτου. Αυτή  η σκιά του θανάτου, που είχε πέσει βαριά πάνω στην τυραννισμένη ζωή ενός ανθρώπου, πήρε αργότερα, στα άλλα του ποιητικά βιβλία, πιο συγκεκριμένο σχήμα, στην παγωμένη μορφή αγαπημένων προσώπων.  Σε τούτη την πεσιμιστική, αλλά κατά μια παράξενη αντινομία, βαθιά αισιόδοξη ποίηση, δεν κυριαρχεί μονάχα η έννοια του θανάτου. Γίνεται προσπάθεια να εκφραστούν και άλλες βασικές έννοιες από τον ψυχικό βίο του ανθρώπου. Η καθολική αγάπη, η αγιότητα, η αναζήτηση του Θεού, το πρόβλημα του χρόνου, η μοναξιά και η σιωπή, η κυριαρχία του «Εσύ» πάνω στο «Εγώ», η αναγωγή του πνευματικού στοιχείου σε ηθική αξία, ακόμη και η κοινωνική σάτιρα, είναι μοτίβα που συμπλέκονται με την έννοια του θανάτου. Ωστόσο, τα δυο ακραία ορόσημα της ποίησης τούτης παραμένουν ο Έρωτας κι ο Θάνατος. Εκεί επιζητείται η απόδειξη της ενότητάς τους. Η τελικά ταύτιση της ζωής με το θάνατο. Στα Ρόδα της Μυρτάλης, μ’ όλες τις νεανικές και τις ξένες επιδράσεις, προπάντων από το γαλλικό συμβολισμό, διαγράφεται σχεδόν καθαρά η μελλοντική πορεία του ποιητη… Είναι, η πρώτη αυτή συλλογή, η βάση, πάνω στην οποία άρχισε προοδευτικά να σχηματίζεται ο ποιητικός του σωρείτης…   [αποσπασματα από το οπισθόφυλλο της συγεντρωτικής έκδοσης ΤΑ ΠΟΙΗΜΑΤΑ, εκδόσεις Κέδρος 1978]

με εικόνα του Ποιητή από τα ΦΩΤΟΔΕΝΔΡΑ

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

ΘΑ ΠΕΣΟΥΝΕ ΟΙ ΝΥΧΤΕΣ ΑΠ’ ΤΑ ΔΕΝΔΡΑ

  (… εδώ που ψιθυρίζουνε γλυκά οι αύρες…) «Αχ, να μη σ’ έβλεπα καλύτερα παρά που μπαίνεις έτσι από τον τοίχο»!.. (Αλόη Σιδέρη)   ...

ΔΗΜΟΦΙΛΕΙΣ ΑΝΑΡΤΗΣΕΙΣ ΠΡΟΗΓΟΥΜΕΝΟΥ ΕΤΟΥΣ